στρέβλαι

στρέβλαι
στρέβλα
fem nom/voc pl
στρέβλᾱͅ , στρέβλα
fem dat sg (doric aeolic)
στρέβλη
winch
fem nom/voc pl
στρέβλᾱͅ , στρέβλη
winch
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρέβλη — η, ΝΑ 1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο 2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ) αρχ. 1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”